- μυριοευχαριστώ
- μυριοευχαριστῶ και μυριευχαριστώ και μυριοφχαριστῶ (Μ)1. ευχαριστώ κάποιον πάρα πολλές φορές2. εκφράζω άπειρες ευχαριστίες για κάτι3. (το μέσ.) μυριοευχαριστοῡμαιευχαριστιέμαι πάρα πολύ4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοευχαριστημένος, -η, -οναυτός που είναι πάρα πολύ ευχαριστημένος, κατευχαριστημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + εὐχαριστῶ].
Dictionary of Greek. 2013.